- ισόμοιρος
- ος , ον получающий равную долю, порцию
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἰσόμοιρος — sharing equally masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισόμοιρος — η ο (Α ἰσόμοιρος, ον) αυτός που έχει ίσο μερίδιο σε κάτι ή αυτός που συμμετέχει σε κάτι εξίσου με άλλους αρχ. 1. ισοδύναμος 2. αστρολ. αυτός που κατέχει ίση θέση, που ασκεί την ίδια επίδραση σε αντιστοιχία με άλλον 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόμοιρον … Dictionary of Greek
ισόμοιρος — η, ο αυτός που παίρνει ίσο μερίδιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰσομοίρως — ἰσόμοιρος sharing equally adverbial ἰσόμοιρος sharing equally masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσόμοιρον — ἰσόμοιρος sharing equally masc/fem acc sg ἰσόμοιρος sharing equally neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσομοιρότατος — ἰσόμοιρος sharing equally masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσομοίρου — ἰσόμοιρος sharing equally masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσομοίρους — ἰσόμοιρος sharing equally masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσομοίρῳ — ἰσόμοιρος sharing equally masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσόμοιρα — ἰσόμοιρος sharing equally neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσόμοιροι — ἰσόμοιρος sharing equally masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)